- γκέμι
- το(συνήθως πληθ.) τα γκέμιαΙ. ηνία, χαλινάριαII. φρ.1. «βαστάω καλά τα γκέμια» — διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» — καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem].
Dictionary of Greek. 2013.